- χαλκομολυβδίτης
- οείδος ορυκτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλκομολυβδίτης — ο, Ν (ορυκτ.) μολυβδούχο ορυκτό τού χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + μολυβδίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ανδ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek